- κλεψίγαμος
- -η, -ο1. αυτός που έρχεται σε λαθραία σαρκική επαφή.2. νόθος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλεψίγαμος — seeking illicit love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… … Dictionary of Greek
κλεψίγαμον — κλεψίγαμος seeking illicit love masc/fem acc sg κλεψίγαμος seeking illicit love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψιγάμου — κλεψίγαμος seeking illicit love masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίγαμε — κλεψίγαμος seeking illicit love masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίγαμοι — κλεψίγαμος seeking illicit love masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλεψίνυμφος — κλεψίνυμφος, ον (Α) κλεψίγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
κλεψιγαμώ — κλεψιγαμῶ, έω (Α) [κλεψίγαμος] συνευρίσκομαι κρυφά με ξένη γυναίκα, ή με ξένο άνδρα, παραβαίνω την υπόσχεση τού γάμου, μοιχεύω αρχ. διαφθείρω, διακορεύω … Dictionary of Greek